- κοναβεω
- κοναβέωκονᾰβέωзвенеть, гудеть
(πήληξ κονάβησε Hom.; γαῖα κονάβησε Hes.)
νῆες κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ΄ Ἀχαιῶν Hom. — корабли загудели в ответ кричащим ахейцам
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πήληξ κονάβησε Hom.; γαῖα κονάβησε Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοναβεῖ — κοναβέω resound pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κοναβέω resound pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοναβῶ — κοναβέω resound pres subj act 1st sg (attic epic doric) κοναβέω resound pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοναβεῖν — κοναβέω resound pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοναβῆσαι — κοναβέω resound aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονάβησαν — κοναβέω resound aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονάβησε — κοναβέω resound aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονάβησεν — κοναβέω resound aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)